-
1 технический
επ.τεχνικός•-ая осталость η τεχνική καθυστέρηση•
-ие усовершенствования τεχνικές τελειοποιήσεις•
технический кружок ο τεχνικός όμιλος•
-ие требование τεχνικές απαιτήσεις•
-ое образование τεχνική μόρφωση•
-ое оборудование τεχνικός εξοπλισμός•
технический термин τεχνικός όρος.
εκφρ.технический редактор – βλ. техред. -
2 стандарт
οι προδιαγραφ/ές (πλ.), ο συγκεκριμένος τύπος, το στάνταρ (ξεν.)выпускать согласно - у βγάζω/κατασκευάζω βάση - ώνзолотой - ο χρυσούς κανών, ο κανών χρυσούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стандарт
-
3 экспорт
οι εξαγωγ/ές (πλ.)вопросы - а θέματα/προβλήματα - ώνобъём - а όγκος/πο-σότητα των - ώνбросовый торг. - το ντάμπιγκ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экспорт
-
4 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
-
5 минимум
-а α.1. ελάχιστο όριο, μίνιμουμ•сократить затраты до -а περιορίζω τα έξοδα στο ελάχιστο.
2. ελάχιστο όριο γνώσεων• οι απαραίτητες γνώσεις•агрономический минимум οι απαραίτητες γεωπονικές γνώσεις•
технический минимум οι απαραίτητες τεχνικές γνώσεις.
3. επίρ. βλ. минимально.4. ως επ. ελάχιστος•программа минимум το μίνιμουμ πρόγραμμα.
εκφρ.прожиточный минимум – το ελάχιστο όριο διαβίωσης.